ζυμωσιογόνος

ζυμωσιογόνος
ος , ον бродильный, возбуждающий брожение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζυμωσιογόνος" в других словарях:

  • ζυμωσιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ζύμωση 2. φρ. «ζυμωσιογόνος δύναμη» η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να παράγει ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμωση ( ις) + γονος < γίγνομαι. Η λ. ζυμωσιογόνος (χωρίς συνδετικό φωνήεν) μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτικός — ή, ό (Α ζυμωτικός, ή, όν) [ζυμώ] αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό το ένζυμο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»